νεανισκάρχης

νεανισκάρχης
νεανισκάρχης, ὁ (Α)
επιστάτης τών εφήβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεανίσκος + -άρχης* (< ἄρχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεανισκαρχώ — νεανισκαρχῶ, έω (Α) [νεανισκάρχης] επιστατώ τους εφήβους, είμαι νεανισκάρχης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”